- μυστικῆς
- μυστικόςconnected with the mysteriesfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Дионисий Ареопагит — знатный афинянин, член афинского ареопага, был, по свидетельству Деян. Апост. (17, 34), проповедью ап. Павла обращен в христианство; проходил, по словам Евсевия, епископское служение в Афинах и умер мученической смертью (по древним известиям,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Minuscule 544 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 544 The first page of Matthew; th … Wikipedia
έκσταση — Στη γενικότερη σημασία του ο όρος έ. υποδηλώνει μία κατάσταση διανοητικής απομόνωσης, φυγής από τον ομαλό ψυχικό χώρο του ατόμου, το οποίο απορροφάται από μία και μόνη ιδέα ή από μία ιδιαίτερη συγκίνηση. Μπορεί συνεπώς να ονομαστεί έ. και η έ.… … Dictionary of Greek
αλκαίος — I (Μυτιλήνη 640 – 570 π.Χ.).Λυρικός ποιητής. O Α. έζησε σε μια εποχή δύσκολη για τις ελληνικές πόλεις, οι οποίες αντιμετώπιζαν σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, εξαιτίας της αντίθεσης των μεγάλων αριστοκρατικών γενών, που μετάτην κατάργηση της… … Dictionary of Greek
αποκρυφισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται όλα τα ιστορικο πολιτιστικά φαινόμενα, σε οποιαδήποτε χώρα, εποχή ή πολιτισμό, τα οποία συνίστανται στην κατοχή και την άσκηση μιας μυστικής διδασκαλίας, λίγο έως πολύ πολύπλοκης και συστηματικής, που έχει ως… … Dictionary of Greek
διάρρηξη — Με την κυριολεκτική σημασία ο όρος σημαίνει σπάσιμο. Με τη μεταφορική του σημασία σημαίνει διακοπή, ακύρωση. (Νομ.) Η κατάργηση μιας δικαιοπραξίας ή μιας σχέσης. Για τον σκοπό αυτό χρειάζεται να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, καθώς και η… … Dictionary of Greek
διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… … Dictionary of Greek
καμόρα — (Camorra). Μυστική οργάνωση με μεγάλη δύναμη, που άρχισε να δραστηριοποιείται στη νότια Ιταλία το 1820. Η πρώτη εμφάνιση της οργάνωσης αναφέρεται στην Ισπανία, στη γλώσσα της οποίας σημαίνει φιλονικία. Η Κ. αρχικά επικέντρωσε τις ενέργειές της… … Dictionary of Greek
καρμπονάρος — ο στον πληθ. οι καρμπονάροι μέλη μυστικής πολιτικής οργάνωσης στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία τού 19ου αιώνα, που εμπνεόταν από φιλελεύθερες και πατριωτικές ιδέες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. carbonaro] … Dictionary of Greek